άκουσμα

άκουσμα
Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης.
* * *
το (Α ἄκουσμα)
1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή
2. φήμη, είδηση καλή ή κακή
αρχ.
1. το ακρόαμα (Αθήν. 5.47)
2. πληθ. τὰ ἀκούσματα
διαλέξεις, προφορική διδασκαλία (για τη Σχολή τών Πυθαγορείων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκουσμάτιον αρχ.-μσν. ἀκουσματικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκουσμα — thing heard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκουσμα — το, ατος 1. αυτό που ακούμε: Στο άκουσμα της είδησης αυτής ταράχτηκε. 2. φήμη: Το άκουσμα είναι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να εξακριβωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄκουσμ' — ἄκουσμα , ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσμάτων — ἄκουσμα thing heard neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσμασι — ἄκουσμα thing heard neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσμασιν — ἄκουσμα thing heard neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσματα — ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσματι — ἄκουσμα thing heard neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσματος — ἄκουσμα thing heard neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”